- κυνόμορον
- κυνόμορον, τὸ (Α)1. ο καρπός τής κυνοσβάτου2. το φυτό απόκυνο, αλλ. κυνοκράμβη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -μορον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνόμορον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνομόρου — κυνόμορον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek